- χαριστήιον
- τὸ, Αβλ. χαριστεῖον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαριστείον — και χαριστῆιον, τὸ, Α 1. ευχαριστήρια προσφορά 2. στον πληθ. τὰ χαριστεῖα τα χαριστήρια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρίζω, ομαι (πρβλ. χαρισ τ ικός) + κατάλ. εῖον (πρβλ. μαντ είον)] … Dictionary of Greek